εξαγγελτικος

εξαγγελτικος
    ἐξαγγελτικός
    ἐξ-αγγελτικός
    3
    1) распространяющий вести или слухи
    

ἐξαγγελτικοὴ οἱ ἠδικημένοι Arst. — пострадавшие любят рассказывать (о причиненных им несправедливостях)

    2) сообщающий, уведомляющий
    

ἐ. τῇ διανοίᾳ Arst. (об — органах чувств) доводящий до сознания


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εξαγγελτικος" в других словарях:

  • ἐξαγγελτικός — conveying information masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαγγελτικός — ή, ό (Α ἐξαγγελτικός, ή, όν) ο κατάλληλος ή αρμόδιος να αναγγέλλει, να φέρνει αγγελίες, εξαγγελτήριος, ειδοποιητήριος νεοελλ. μουσ. «εξαγγελτικό μοτίβο» το θέμα που χαρακτηρίζει ένα πρόσωπο στο μουσικό δράμα αρχ. 1. αυτός που φέρνει αγγελία,… …   Dictionary of Greek

  • εξαγγελτικός — ή, ό 1. ο κατάλληλος ή που έχει την ιδιότητα να εξαγγέλλει, ειδοποιητικός. 2. (μουσ.), εξαγγελτικό μοτίβο, το θέμα που χαρακτηρίζει ένα πρόσωπο στο μουσικό δράμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξαγγελτικά — ἐξαγγελτικός conveying information neut nom/voc/acc pl ἐξαγγελτικά̱ , ἐξαγγελτικός conveying information fem nom/voc/acc dual ἐξαγγελτικά̱ , ἐξαγγελτικός conveying information fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαγγελτικόν — ἐξαγγελτικός conveying information masc acc sg ἐξαγγελτικός conveying information neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαγγελτικαί — ἐξαγγελτικός conveying information fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαγγελτικοί — ἐξαγγελτικός conveying information masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαγγελτικοῦ — ἐξαγγελτικός conveying information masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαγγελτικούς — ἐξαγγελτικός conveying information masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαγγελτική — ἐξαγγελτικός conveying information fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαγγελτικήν — ἐξαγγελτικός conveying information fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»